- μεταγωγικός
- -ή, -ό (Μ μεταγωγικός, -ή, -όν) [μεταγωγή]ο ικανός ή κατάλληλος να μεταφέρει, μεταφορικός («μεταγωγικό σώμα»)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το μεταγωγικόμεταφορικό μέσο, κυρίως τού στρατού, όπως ζώο, όχημα, αεροσκάφος, πλοίο, το οποίο χρησιμοποιείται για στρατιωτικές μεταφορές.επίρρ...μεταγωγικῶς (Μ)κατά μεταγωγή.
Dictionary of Greek. 2013.